Ο Μπερντ Στάνγκε, με βλέμμα απλανές, παρακολουθούσε τους ποδοσφαιριστές του να μαζεύουν τα πράγματά τους και με αργές κινήσεις να τα στοιβάζουν στις τσάντες τους. Τους αγκάλιασε έναν έναν και με δάκρυα στα μάτια τούς έλεγε και ένα καλό λόγο. Έμοιαζαν τα λόγια με ευχές. Να «γυρίσουν σώοι» και όχι «καλή επιτυχία» εκεί που πηγαίνουν.
Ύστερα, μόνος, έφυγε από τα αποδυτήρια και θέλησε να κάνει τον γύρο της πόλης. Σοκάκια στενά, μικρά παιδιά να κλωτσούν την μπάλα και να βάζουν γκολ. Πανηγύριζαν. Φώναζαν από χαρά και τα ουρλιαχτά τους έσφιγγαν την καρδιά τού Στάνγκε. Του Γερμανού προπονητή, που πήγε πριν από έξι μήνες να δοκιμάσει την τύχη του στο τιμόνι των εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου του #Ιράκ. Χωρίς, όμως, δυστυχώς, συνέχεια.
Η διαταγή ήταν σαφής: «Ο λαός καλείται στα όπλα. Ο πόλεμος πλησιάζει και πρέπει να ετοιμαστούμε ν’ αντιμετωπίσουμε τον εχθρό». Από τους πρώτους που πήραν και απάντησαν στο προσκλητήριο ήταν οι ποδοσφαιριστές. Όλων των εθνικών ομάδων. Για τον Γερμανό προπονητή δεν υπήρχε πλέον αντικείμενο εργασίας. Η Βαγδάτη, αλλού θύμιζε πόλη σε εξέγερση και αλλού σκορπούσε την εικόνα μιας ανέμελης πόλης, που δεν θέλει να σκέφτεται καν πως σε λίγες ημέρες ή και ώρες ο ουρανός θα σκοτεινιάσει και φλόγες θα τυλίξουν εκείνο που δημιουργήθηκε αιώνες πριν και που με κόπο διατήρησαν οι κάτοικοί της. Πέταξε το όνειρο πως οι κραυγές διαμαρτυρίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο θα είχαν αποτέλεσμα.
Εκείνος ελπίζει, και στη μοναξιά του, το βράδυ, στη Βαγδάτη, σκέφτεται τι θα ξημερώσει την επόμενη ημέρα. Σκεφτόμαστε όλα τα πιο πάνω, καθώς περνούν από μπροστά μας οι εικόνες που οι Γερμανοί απεσταλμένοι φρόντισαν να καταγράψουν. Σκέφτομαι και τις εικόνες που οι κάμερες κατέγραψαν στους δρόμους των μεγαλουπόλεων. Διαφορετικό το χρώμα. Ελπιδοφόρο. Λαμπερό. Όταν στα ελληνικά γήπεδα η λάσπη δεν έχει μέτρο, ούτε όρια.
Όταν οι τίτλοι πνίγουν το δίκιο του χαμένου και το πλήθος μεταβάλλεται σε λάβα. Όταν οι άρχοντες των γηπέδων ρίχνονται βορά στις όποιες ορέξεις και οι ποδοσφαιριστές δεν ξέρουν πότε πρέπει να πανηγυρίσουν και πότε να δακρύσουν από αγανάκτηση. Τότε, ένας προπονητής ποδοσφαίρου, στο μακρινό Ιράκ, ζει στη μοναξιά του και χάνεται στο πλήθος με την ανάμνηση των νέων που πήραν τα όπλα και ξεκίνησαν να πάνε στο μέτωπο. Δίχως μπάλα. Το αληθινό τους παιχνίδι…»
*Κείμενο του Μανώλη Μαυρομμάτη στην εφημερίδα τα #Νέα με τίτλο η «Μοναξιά του προπονητή» στις 25 Φεβρουαρίου του 2003!