Τον Ιανουάριο του 2007, ο Απόλλωνας έκανε το “μπαμ” με την απόκτηση του Στέφανο Σέεντορφ, ξαδέλφου του μυθικού Κλάρενς Σέεντορφ.
Με το “βαρύ” νούμερο 10 στην πλάτη, η ομάδα μας παρουσίασε τον παίκτη ως τον νέο ηγέτη της μεσαίας γραμμής, έτοιμο να καλύψει το κενό που άφησε ο Χέλιο Πίντο και ο ανεκπλήρωτος Χιούγκο Μασσιάδο. Το αποτέλεσμα; Μια μεταγραφή-φιάσκο που ακόμα και σήμερα συζητείται ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Ο Στέφανο Σέεντορφ αποδείχθηκε ένας παίκτης που έφερε μόνο το όνομα και όχι την ουσία. Σε μόλις 4 συμμετοχές και 236 λεπτά με τη φανέλα του Απόλλωνα, ο δήθεν “ηγέτης” δεν κατάφερε να κάνει απολύτως τίποτα στο γήπεδο.
Το 10 στην πλάτη φάνηκε πιο βαρύ από όσο μπορούσε να κουβαλήσει. Η μοναδική “στιγμή” που άφησε στον Απόλλωνα ήταν το επώνυμό του στο roster. Τίποτα άλλο.
Δεν ήταν απλά κακός – ήταν προσβολή για τη φανέλα και το όνομα του Απόλλωνα., Εκεί που ο ξάδελφός του, ο θρυλικός Κλάρενς Σέεντορφ “χόρευε” στα γήπεδα της Ευρώπης, ο Στέφανο ήταν η απόλυτη απογοήτευση, το πιο τρανταχτό παράδειγμα του πώς ένα επώνυμο δεν παίζει μπάλα.
Αν η επιλογή του Στέφανο Σέεντορφ θεωρήθηκε επένδυση, στην πράξη ήταν απλώς ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Ο Στέφανο δεν ήταν καν “10 το καλό”. Ήταν το “10 το δήθεν”, ένα ταλέντο που ποτέ δεν υπήρξε. Ο Σέεντορφ αποδείχθηκε “επαγγελματίας τουρίστας” χωρίς όρεξη, χωρίς ψυχή, χωρίς ποιότητα.
Ο Στέφανο Σέεντορφ δεν ήταν απλά μια κακή μεταγραφή – ήταν η προσωποποίηση του “δήθεν”. Το 10 που φορούσε ήταν μια ψεύτικη ταμπέλα για έναν παίκτη που δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος της ιστορίας και των απαιτήσεων του Απόλλωνα.