Στο ποδόσφαιρο, μπορείς να μάθεις τα πάντα. Τεχνική, τακτική, πειθαρχία. Μπορείς να γίνεις γρήγορος, δυνατός, μαχητής. Αυτό που δεν μπορείς ποτέ να διδαχτείς είναι η μαγεία. Το “κάτι άλλο”. Η σπίθα που σε κάνει μοναδικό, αλλιώτικο, ξεχωριστό.
Αυτό το κάτι άλλο, για τον κόσμο του Απόλλωνα, είχε όνομα, ύφος, και… τσαμπουκά από την άλλη μεριά του Ατλαντικού: ΔΑΝΙΕΛ ΚΙΝΤΕΡΟΣ.
Ήταν πιο πολύ ένας ήρωας της ποδοσφαιρικής μυθολογίας παρά ένας απλός παίκτης. Ήταν αλητάμπουρας με ποιότητα. Τσιγγάνος της μπάλας με μαχαίρι στο στόμα.
Μπορούσε να κάνει την εξέδρα να φωνάξει “ουάου” μ’ ένα τακουνάκι και την επόμενη στιγμή, να πετάξει τον αντίπαλο στον αγωνιστικό χώρο με τάκλιν… κλοτσιάς. Ήταν αυτός που ζούσε για να παίζει, όχι για να αρέσει στους προπονητές.
Ήταν ο τελευταίος ίσως από εκείνη τη ράτσα των ποδοσφαιριστών που δεν έπαιζαν με τακτικές και διαγράμματα, αλλά με ένστικτο.
Ο κόσμος του Απόλλωνα τον λάτρεψε γιατί ήταν ένας από μας. Άγριος, απρόβλεπτος, ειλικρινής. Ό,τι έκανε, το έκανε με πάθος. Όταν χανόταν στη φάση, το έκανε με όλο του το κορμί.
Τον Κιντέρος δεν μπορείς να τον εξηγήσεις. Μπορείς μόνο να τον θυμάσαι. Ίσως να μην κατέκτησε πολλούς τίτλους. Ίσως να μην έμεινε όσο έπρεπε. Αλλά κατέκτησε καρδιές. Και έμεινε εκεί, αθόρυβα ηχηρός, στο πάνθεον εκείνων που δεν ξεχνιούνται, όχι γιατί το αξίζουν αλλά γιατί δεν μπορείς να τους βγάλεις από το μυαλό σου.
