Όταν ο Γκαστόν Σανγκόι σήκωνε το πόδι του για να σουτάρει, κάτι μαγικό και τρομακτικό συνέβαινε ταυτόχρονα. Δεν ήξερες αν η μπάλα θα καρφωθεί στα δίχτυα σαν οβίδα ή αν η άμυνα θα έπρεπε να κάνει οχυρωματικά έργα!
Κάθε του άγγιγμα είχε την αύρα του απρόβλεπτου∙ μια βολίδα του μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα ενός αγώνα, να βάλει φωτιά στις εξέδρες και να γράψει μια νέα σελίδα στην κυανόλευκη ιστορία.
Ο Σανγκόι είχε το χάρισμα να κάνει δύσκολα πράγματα να φαίνονται απλά. Είχε την αυτοπεποίθηση του παίκτη που δεν λυγίζει μπροστά σε καμία άμυνα, αλλά και τη φινέτσα που έδινε στις κινήσεις του την αίγλη ενός καλλιτέχνη του γηπέδου. Δεν σούταρε απλώς∙ τιμωρούσε, ζωγράφιζε, διέλυε.
Οι αμυντικοί σε όλη την Κύπρο ήξεραν ότι ακόμη κι αν τον είχες κλεισμένο, ακόμη κι αν τον είχες μαρκαρισμένο, ακόμη κι αν όλα έμοιαζαν υπό έλεγχο, ο Σανγκόι χρειαζόταν ένα κλάσμα δευτερολέπτου για να σηκώσει το πόδι του και να μετατρέψει την ησυχία σε καταιγίδα. Ένας επιθετικός που δεν άφηνε περιθώρια για χαλαρότητα, που απαιτούσε από τους αντιπάλους του να είναι τέλειοι, κι ακόμη κι έτσι, πάλι δεν ήταν σίγουρο ότι θα τον σταματούσαν.
Για εμάς τους Απολλωνίστες, ο Σανγκόι ήταν ο εκφραστής της ψυχής μας μέσα στο γήπεδο. Ένας ποδοσφαιριστής που συνδύαζε τσαμπουκά, πάθος και ποιότητα, θυμίζοντας ότι το ποδόσφαιρο είναι, πάνω απ’ όλα, θέαμα και συναίσθημα.
Κάθε φορά που σήκωνε το πόδι του για το σουτ, ήξερες σίγουρα ότι θα ζήσεις κάτι που θα θυμάσαι. Και αυτό είναι το σπάνιο χάρισμα που λίγοι ποδοσφαιριστές αφήνουν πίσω τους, το να κάνουν το κοινό να περιμένει το απρόβλεπτο, το εντυπωσιακό, το ανεπανάληπτο. Ο Γκαστόν Σανγκόι ήταν ακριβώς αυτό.
